- κνύζημα
- κνύζημα, τὸ (Α) [κνυζώ (Ι)]το κλαψούρισμα μικρού παιδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνυζημάτων — κνύζημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζήμασι — κνύζημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζήμασιν — κνύζημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)